Του Παναγιώτη Λάμπρου
Επέστρεψα πριν από λίγο από το σχολείο ψυχικά ράκος. Το σχολείο βρισκόταν υπό κατάληψη, την οποία προφανώς αποφάσισαν οι μαθητές/τριες κατά τη διάρκεια της χθεσινής τρίωρης συνέλευσής τους, την οποία αιτήθηκαν και πραγματοποίησαν σύμφωνα με τις προβλέψεις του νόμου και με βάση το ισχύον υγειονομικό πρωτόκολλο. Το σχολείο ήταν κλειδωμένο και δεκάδες ανήλικα παιδιά επιχειρούσαν να υπερβούν την ύψους 3- 3,5 μέτρα προαύλια περίφραξή του με εμφανή ανά πάσα στιγμή τον κίνδυνο σοβαρού ατυχήματος. Προφανώς η ηλεκτρονική ενημέρωση των γονέων αξημέρωτα για την κατάληψη είχε μεταβιβάσει την ευθύνη αποκλειστικά σ’ αυτούς για ο,τιδήποτε συμβαίνει στο σχολικό χώρο. Στην περίπτωση αυτή οι καθηγητές/τριες οφείλουν σύμφωνα με νόμο, που τέθηκε σε ισχύ την τρέχουσα σχολική περίοδο, να μείνουν σπίτι τους και ν’ ακολουθήσουν πρόγραμμα τηλεκπαίδευσης. Αφήνω στην άκρη τις όποιες ιδεολογικές ενστάσεις για τη σκοπιμότητα θέσπισης της συγκεκριμένης πρόβλεψης, ας αφήσω στην άκρη και την καταφανή εργαλειοποίηση του διδακτικού προσωπικού για την εξυπηρέτηση πολιτικών στόχων που αντιβαίνουν την παιδαγωγική και προσωπική τους αξιοπρέπεια, όπως αυτή θεμελιώνεται και από το ισχύον ακόμα θεσμικό πλαίσιο και την μεγάλη παράδοση των παλαιότερων εκπαιδευτικών, δίπλα στους οποίους θητεύσαμε και με τα νάματα των οποίων γαλουχηθήκαμε ως παιδαγωγοί.
Αυτό που υποστηρίζω είναι ο παραλογισμός της νομοθετικής πρόβλεψης αφού πολύ απλά όταν έχει πάρει φωτιά το δεύτερο σπίτι σου είναι τουλάχιστον αδιανόητο εσύ να εξακολουθείς να παραμένεις στο πρώτο απολαμβάνοντας την ασφάλεια και θαλπωρή του και ακόμα χειρότερα κάνοντας τον ανήξερο για τη φωτιά που κατακαίει με κίνδυνο όχι μόνο να διαρκέσει περισσότερο αλλά να εξαπλωθεί ανεξέλεγκτα. Πόσο συνάδει μια τέτοια πρακτική αδιαφορίας με το παιδαγωγικό συμβόλαιο που συνάπτουν διδάσκοντες και διδασκόμενοι σ’ ένα εκπαιδευτικό χώρο όταν το συμβόλαιο αυτό θεμελιώνεται στο διάλογο την κατανόηση και την από κοινού αντιμετώπιση των αναπότρεπτων προβλημάτων που φυσιολογικά προκύπτουν σε ένα πεδίο που κύριο χαρακτηριστικό του έχει την προσπάθεια διατήρησης ισορροπιών μεταξύ διαφορετικών προσωπικοτήτων και μάλιστα υπό διαμόρφωση; Ποιος είναι ο ρόλος και σε τελική ανάλυση η ευθύνη του ωριμότερου πόλου της εκπαιδευτικής πράξης που καταλαμβάνει ο/η εκπαιδευτικός; Ποιό παράδειγμα δίνει αν δεχθούμε ότι δεν διδάσκει μόνο με το λόγο αλλά είναι απαραίτητη, για να θυμηθούμε πράγματα που πολύ αγαπάμε, η θουκυδίδεια ταύτιση λόγω και έργω; Πώς θα διαχειριστούμε (προσωπικά δεν το κατόρθωσα και ζήτησα άδεια) την νεανική ανυπακοή, η οποία ξεκινά από την επιδεικτική απουσία στα τηλεμαθήματα ή ακόμα χειρότερα τη σκόπιμη σιωπή στη διάρκεια αυτού του είδους μαθημάτων; Για πόσο διάστημα, ενόσω η φωτιά καίει καταστρέφοντας δεσμούς που έχουν αναπτυχθεί μετά από αφιέρωση κόπου και χρόνου, θα κωφεύουμε στην ακρόαση και την από κοινού διαχείριση των προβλημάτων, όπως επιβάλλει μια κοινότητα ανθρώπων, αφού έκνομες και αναποτελεσματικές τα τελευταία χρόνια πρακτικές όπως η κατάληψη, δεν συνιστούν τίποτα περισσότερο από συμπτώματα μιας νοσηρότητας που δεν θεραπεύεται με αποφασίζομε και διατάσσομε αλλά με καταλλαγή, κατανόηση, διάλογο όλων των εμπλεκομένων με στόχο την υποστύλωση τού, κατά κοινή ομολογία, σαθρού σημερινού δημόσιου σχολείου;
Ας έρθω όμως και στα πιο δύσκολα που αναμφίβολα αποτελούν και τα πραγματικά διακυβεύματα της σύγχρονης συγκυρίας εν μέσω μάλιστα μιας πρωτοφανούς οικουμενικής υγειονομικής κρίσης. Πολύ δύσκολα θα έπειθε ένας σχετικά αμερόληπτος παρατηρητής αν διατεινόταν ότι η πρωτοφανής αναδιάρθρωση που συντελείται τον τελευταίο χρόνο στον χώρο της εκπαίδευσης δεν αποσκοπεί παρά στην ενίσχυση του δημόσιου χαρακτήρα της. Οι ευφάνταστοι και πολλαπλοί αποκλεισμοί για τους/τις μαθητές/τριες της λυκειακής βαθμίδας οι οποίοι κορυφώνονται δυσκολεύοντας την πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ενός σημαντικού μέρους από το μαθητικό πληθυσμό, που βρίσκονται σε διαδικασία νομοθέτησης, η επαναφορά ενός αναλυτικού προγράμματος το οποίο αγνοεί μια σειρά από επιστήμες όπως και τις τέχνες εξοβελίζοντάς τις από το ελληνικό σχολείο, η υπονόμευση της εσπερινής εκπαίδευσης και όλα εκείνα που προαναγγέλλονται μάλλον κατεδαφίζουν το δημόσιο σχολείο.
Εάν αυτά συνδυαστούν με τη αντίστοιχη αναδιάρθρωση η οποία μεθοδικά προωθείται από το φθινόπωρο του 2019 στην τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι ηλίου φαεινότερον ότι εμπρός μας συντελείται συστηματικά η αποδιάρθρωση του δημόσιου χαρακτήρα της εκπαίδευσης και ότι μέτρα όπως η πρόβλεψη για τις καταλήψεις ή ακόμα χειρότερα η λειτουργία αστυνομικών τμημάτων στον πανεπιστημιακό χώρο αποσκοπούν στην κάμψη των αναμενόμενων αντιδράσεων. Εάν παρόλα αυτά κάποιος/α καλόπιστα θα αμφισβητούσε τη λογική του διαφαινόμενου αντι/δημόσιου σχεδίου που βρίσκεται σε εξέλιξη υιοθετώντας τη ρητορική των ιθυνόντων αυτής της πολιτικής οφείλει να αναμετρηθεί με τα δύο συγκροτητικά στοιχεία του επιθέτου «δημόσιο» που δεν είναι άλλα από τον αργόσυρτο εκδημοκρατισμό του ελληνικού σχολείου και την άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων στο βαθμό που το σχολείο στο δυτικό κόσμο είναι ο ιδανικότερος μηχανισμός για την εξασφάλιση της ποθητής ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας. Εάν ισχύουν όλα αυτά το δεύτερο σπίτι μας δεν απειλείται από την αντίδραση στο σχέδιο κατεδάφισής του και χρέος μας είναι η υπεράσπισή του, όχι, επαναλαμβάνω, του σάπιου οικοδομήματος που λίγα χρόνια πριν εγκατέλειψαν κι αυτοί που δήλωναν θιασώτες του αλλά από εν τοις πράγμασι σύγχρονους ολετήρες του, οι οποίοι ιδεοληπτικά εφαρμόζουν ό,τι στο μεγαλύτερο μέρος του δυτικού κόσμου επιχειρήθηκε τις προηγούμενες δεκαετίες προκαλώντας συντρίμμια με συνέπειες που εύλογα δεν περιορίζονται στον εκπαιδευτικό πεδίο, διαρρηγνύοντας μοιραία τους αναγκαίους κοινωνικούς δεσμούς και την εγγύηση της προόδου κάθε κοινωνίας που δεν είναι άλλη, όπως εξάλλου έχει δείξει η ιστορία, από την κοινωνική συνοχή.
Το ερώτημα είναι εάν η ελληνική κοινωνία και ιδίως το διανοούμενο κομμάτι της, μέρος του οποίου θέλω να πιστεύω πως αποτελούν και οι εκπαιδευτικοί, θα μεταβιβάζει την ευθύνη που της αναλογεί παραπέμποντας στο καθήκον εκτέλεσης των νόμων και στη διοικητική ιεραρχία όταν μεθοδικά καταστρέφεται το κοινό μας σπίτι, την υπεράσπιση του οποίου προβλέπει ακόμα το φιλελεύθερο ελληνικό σύνταγμα και βέβαια η επαγγελματική μας αξιοπρέπεια. Στην παραπάνω σκέψη να προσθέσω, έχοντας πλήρη επίγνωση των διαφορετικών μεγεθών και με απόλυτο σεβασμό στα θύματα του ολοκληρωτισμού, ότι η βασική υπερασπιστική συνθήκη και μόνιμη επωδός των κατηγορουμένων για ναζιστικά εγκλήματα στη χιτλερική Γερμανία ήταν «εκτελούσα το νόμο και τις διαταγές των ανωτέρων μου». Το ερώτημα είναι αν οι μικροποσότητες ατομισμού, αναλγησίας, κυνισμού και εν τέλει απανθρωπιάς στη συσκευασία του ελληνικής κοπής νεοφιλελευθερισμού μας οδηγήσουν στον νοσηρό, καταστροφικό για την κοινωνία ολόκληρη, εθισμό.